νευρωσικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νευρωσικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική névrosique που όμως είχε αντικατασταθεί από το γαλλικό όρο névrotique και τον αγγλικό neurotic < νεύρωσ(ις) + -ικός κατά τα φύση - φυσικός, υπέρταση - υπερτασικός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.vɾo.siˈkos/ (αρσενικό)
- ΔΦΑ : /ne.vɾo.siˈci/ (θηλυκό)
Επίθετο
επεξεργασίανευρωσικός
- (νεολογισμός) άλλη μορφή του νευρωτικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)