υπέρταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπέρταση | οι | υπερτάσεις |
γενική | της | υπέρτασης* | των | υπερτάσεων |
αιτιατική | την | υπέρταση | τις | υπερτάσεις |
κλητική | υπέρταση | υπερτάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερτάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπέρταση < ελληνιστική κοινή ὑπέρτασις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική hypertension)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπέρταση θηλυκό
- (ιατρική) η μεγαλύτερη από το κανονικό αρτηριακή πίεση
- (ηλεκτρολογία) η μεγαλύτερη από το κανονικό τάση σε ένα ηλεκτρικό δίκτυο
- ※ παρά τη λήψη όλων των δυνατών μέτρων από τη ΔΕΗ είναι αντικειμενικά και πρακτικά αδύνατο να αποκλεισθεί εντελώς η εμφάνιση διαταραχών της τάσης (μειώσεις της τάσης, υπερτάσεις, διακοπές βραχείας ή μακράς διάρκειας κ.λπ.) (από το δικτυακό τόπο της ΔΕΗ)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιατρικός όρος