Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερτασικός η υπερτασική το υπερτασικό
      γενική του υπερτασικού της υπερτασικής του υπερτασικού
    αιτιατική τον υπερτασικό την υπερτασική το υπερτασικό
     κλητική υπερτασικέ υπερτασική υπερτασικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερτασικοί οι υπερτασικές τα υπερτασικά
      γενική των υπερτασικών των υπερτασικών των υπερτασικών
    αιτιατική τους υπερτασικούς τις υπερτασικές τα υπερτασικά
     κλητική υπερτασικοί υπερτασικές υπερτασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερτασικός < υπέρτασ(η) + -ικός[1]

  Επίθετο επεξεργασία

υπερτασικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την υπέρταση ή που προκαλεί την υπέρταση
  2. που πάσχει από υπέρταση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερτασικός αρσενικό (θηλυκό υπερταστική)

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία