hypertensif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hypertensif | hypertensifs |
θηλυκό | hypertensive | hypertensives |
Επίθετο
επεξεργασίαhypertensif (fr)
- υπερτασικός, σχετικός με την υπέρταση
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hypertensif | hypertensifs |
θηλυκό | hypertensive | hypertensives |
hypertensif (fr)