Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρτηριακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αρτηριακ
ός
η
αρτηριακ
ή
το
αρτηριακ
ό
γενική
του
αρτηριακ
ού
της
αρτηριακ
ής
του
αρτηριακ
ού
αιτιατική
τον
αρτηριακ
ό
την
αρτηριακ
ή
το
αρτηριακ
ό
κλητική
αρτηριακ
έ
αρτηριακ
ή
αρτηριακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αρτηριακ
οί
οι
αρτηριακ
ές
τα
αρτηριακ
ά
γενική
των
αρτηριακ
ών
των
αρτηριακ
ών
των
αρτηριακ
ών
αιτιατική
τους
αρτηριακ
ούς
τις
αρτηριακ
ές
τα
αρτηριακ
ά
κλητική
αρτηριακ
οί
αρτηριακ
ές
αρτηριακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρτηριακός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
αρτηριακός
ο σχετικός με τις
αρτηρίες
αρτηριακή
πίεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρτηριακός
αγγλικά
:
arterial
(en)
γαλλικά
:
artériel
(fr)
ισπανικά
:
arterial
(es)
πολωνικά
:
tętniczy
(pl)