• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αρτηριακός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό επεκτείνοντάς την!
πτώση ενικός
ονομαστική αρτηριακός αρτηριακή αρτηριακό
γενική αρτηριακού αρτηριακής αρτηριακού
αιτιατική αρτηριακό αρτηριακή αρτηριακό
κλητική αρτηριακέ αρτηριακή αρτηριακό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αρτηριακοί αρτηριακές αρτηριακά
γενική αρτηριακών αρτηριακών αρτηριακών
αιτιατική αρτηριακούς αρτηριακές αρτηριακά
κλητική αρτηριακοί αρτηριακές αρτηριακά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αρτηριακός < → λείπει η ετυμολογία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

αρτηριακός

  • ο σχετικός με τις αρτηρίες
    αρτηριακή πίεση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αρτηριακός
  • αγγλικά : arterial (en)
  • γαλλικά : artériel (fr)
  • ισπανικά : arterial (es)
  • πολωνικά : tętniczy (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αρτηριακός&oldid=4854303"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Σεπτεμβρίου 2020, στις 21:10

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Σεπτεμβρίου 2020, στις 21:10.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie