Ετυμολογία

επεξεργασία
hypertension < hyper- + tension

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hypertension (en) (μη μετρήσιμο)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
hypertension hypertensions

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pɛʁ.tɑ̃.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hypertension (fr) θηλυκό