tension
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tension | tensions |
tension (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ένταση, κατάσταση σχέσεων που έχουν φτάσει σε τόσο επισφαλές και επικίνδυνο σημείο, ώστε να απειλείται ρήξη ή σύγκρουση
Reliable political observers assess that in the following months there will be tension between the government and the political opposition.
- Έγκυροι πολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι τους επόμενους μήνες θα υπάρξει ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ένταση, κατάσταση στην οποία το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικές ανάγκες ή ενδιαφέροντα προκαλεί δυσκολίες
There is often a tension between the aims of the company and the wishes of the workers.
- Υπάρχει συχνά μια ένταση μεταξύ των στόχων της εταιρείας και των επιθυμιών των εργαζομένων.
- (μη μετρήσιμο) η ένταση, η ανησυχία
At the end of the day she felt exhausted from the tension.
- Στο τέλος της ημέρας από την ένταση ένιωθε εξουθενωμένη.
- (μη μετρήσιμο) το τέντωμα, η ένταση, η κατάσταση του να είμαι τεντωμένος και η έκταση του
The rope broke under the tension.
- Το σκοινί έσπασε από το τέντωμα.
Muscular tension occurs when the body's muscles contract for a long period of time.
- Η μυϊκή ένταση συμβαίνει όταν οι μύες του σώματος συστέλλονται για μεγάλο χρονικό διάστημα.