Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tension tensions

tension (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ένταση, κατάσταση σχέσεων που έχουν φτάσει σε τόσο επισφαλές και επικίνδυνο σημείο, ώστε να απειλείται ρήξη ή σύγκρουση
    ⮡  Reliable political observers assess that in the following months there will be tension between the government and the political opposition.
    Έγκυροι πολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι τους επόμενους μήνες θα υπάρξει ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ένταση, κατάσταση στην οποία το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικές ανάγκες ή ενδιαφέροντα προκαλεί δυσκολίες
    ⮡  There is often a tension between the aims of the company and the wishes of the workers.
    Υπάρχει συχνά μια ένταση μεταξύ των στόχων της εταιρείας και των επιθυμιών των εργαζομένων.
  3. (μη μετρήσιμο) η ένταση, η ανησυχία
    ⮡  At the end of the day she felt exhausted from the tension.
    Στο τέλος της ημέρας από την ένταση ένιωθε εξουθενωμένη.
  4. (μη μετρήσιμο) το τέντωμα, η ένταση, η κατάσταση του να είμαι τεντωμένος και η έκταση του
    ⮡  The rope broke under the tension.
    Το σκοινί έσπασε από το τέντωμα.
    ⮡  Muscular tension occurs when the body's muscles contract for a long period of time.
    Η μυϊκή ένταση συμβαίνει όταν οι μύες του σώματος συστέλλονται για μεγάλο χρονικό διάστημα.

tension (en)

  • τεντώνω κάτι τραβώντας το, πχ ένα σκοινί, ένα καλώδιο κλπ



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tension tensions

tension (fr) θηλυκό

  1. ένταση
     συνώνυμα: intensité
  2. τέντωμα
  3. τάση
  4. πίεση
     συνώνυμα: pression

Συγγενικά

επεξεργασία