Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τέντωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τέντωμα
τα
τεντώμα
τ
α
γενική
του
τεντώμα
τ
ος
των
τεντωμά
τ
ων
αιτιατική
το
τέντωμα
τα
τεντώμα
τ
α
κλητική
τέντωμα
τεντώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τέντωμα
<
τεντώ(νω)
+
-μα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈten.do.ma
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τέντωμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
τεντώνω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
τεντώνω
και
τέντα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τέντωμα
αγγλικά
:
stretch
(en)
,
tension
(en)