Ετυμολογία

επεξεργασία
high-tension < high + tension

  Επίθετο

επεξεργασία

high-tension (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • που έχει υψηλή τάση
    ⮡  high-tension wires - σύρματα υψηλής τάσεως