high
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | high |
συγκριτικός | higher |
υπερθετικός | highest |
high (en)
- χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απόσταση που μετράει κάτι από κάτω ως πάνω
- ⮡ higher up on the same page - παραπάνω στην ίδια σελίδα
- ψηλός, σε επίπεδο που είναι πολύ πάνω από το έδαφος ή πάνω από το επίπεδο της θάλασσας
- ⮡ I can’t reach it, it’s too high.
- Δεν μπορώ να το φτάσω, είναι πολύ ψηλά.
- ⮡ The wall is 3 meters high.
- Ο τοίχος είναι 3 μέτρα ύψος.
- ⮡ I can’t reach it, it’s too high.
- υψηλός, μεγάλος, που είναι μεγαλύτερο ή καλύτερο από το κανονικό σε ποσότητα ή ποιότητα, μέγεθος ή βαθμό
- ⮡ Tourism in combination with agricultural production ensures a high income.
- Ο τουρισμός σε συνδυασμό με την αγροτική παραγωγή εξασφαλίζει ένα υψηλό εισόδημα.
- ⮡ I have high hopes.
- Έχω μεγάλες ελπίδες.
- ⮡ The accident serves to show how dangerous high speed is.
- Το δυστύχημα χρησιμεύει να δείξει πόσο επικίνδυνη είναι η μεγάλη ταχύτητα.
- ⮡ Tourism in combination with agricultural production ensures a high income.
Παράγωγα
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | high |
συγκριτικός | higher |
υπερθετικός | highest |
high (en)
- ψηλά, σε ή προς μια θέση που βρίσκεται πολύ ψηλά από το έδαφος
- ⮡ We climbed high.
- Αναρριχηθήκαμε ψηλά.
- ⮡ We climbed high.
- ψηλά, σε ή προς μια μεγάλη αξία, ποσό ή τιμή
- ⮡ Prices climb high when there’s a shortage of goods.
- Οι τιμές ανεβαίνουν ψηλά όταν υπάρχει έλλειψη αγαθών.
- ⮡ Prices climb high when there’s a shortage of goods.
Πηγές
επεξεργασία- high (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- high (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- high (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 661. ISBN 9780194325684., λήμμα: παραπάνω