high
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | high |
συγκριτικός | higher |
υπερθετικός | highest |
high (en)
Παράγωγα επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | high |
συγκριτικός | higher |
υπερθετικός | highest |
high (en)
- ψηλά, σε μια θέση που βρίσκεται πολύ ψηλά από το έδαφος
- ↪ I can’t reach it, it’s too high.
- Δεν μπορώ να το φτάσω, είναι πολύ ψηλά.
- ↪ I can’t reach it, it’s too high.
Πηγές επεξεργασία
- high (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- high (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- high (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 661. ISBN 9780194325684., λήμμα: παραπάνω