Δείτε επίσης: ὕψος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ύψος τα ύψη
      γενική του ύψους των υψών
    αιτιατική το ύψος τα ύψη
     κλητική ύψος ύψη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ύψος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὕψος
για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική hauteur [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.psos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ύ‐ψος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
τα βέλη δείχνουν το ύψος των καμπυλών

ύψος ουδέτερο

  1. (διαστάσεις) η απόσταση από τη βάση ενός πράγματος έως την κορυφή του
  2. το μήκος του ανθρώπινου σώματος
     συνώνυμα: ανάστημα
  3. (γεωμετρία) η κάθετη απόσταση που ενώνει τη βάση και την κορυφή ενός σχήματος ή τις παράλληλες βάσεις ενός σχήματος ή στερεού
    • (συνεκδοχικά) το ευθύγραμμο τμήμα που προσδιορίζει την παραπάνω απόσταση
  4. (μουσική) → δείτε τη λέξη τονικό ύψος
  5. το ανώτερο σημείο που μπορεί να φτάσει κάποιος ή κάτι
  6. (μεταφορικά) τη πνευματική και ηθική ανωτερότητα

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία