Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανωτερότητα οι ανωτερότητες
      γενική της ανωτερότητας των ανωτεροτήτων
    αιτιατική την ανωτερότητα τις ανωτερότητες
     κλητική ανωτερότητα ανωτερότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανωτερότητα < (καθαρεύουσα) ανωτερότης < ανώτερος + -ότης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική superiorité)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανωτερότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος ανώτερος, η ιδιότητα του ανώτερου
  2. (κατ’ επέκταση) αξιοπρέπεια

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία