ανωτερότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανωτερότητα < (καθαρεύουσα) ανωτερότης < ανώτερος + -ότης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική superiorité)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανωτερότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ανώτερος, η ιδιότητα του ανώτερου
- (κατ’ επέκταση) αξιοπρέπεια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανωτερότητα
σύμπλεγμα ανωτερότητας