supériorité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- supériorité < λατινική superioritas
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sy.pe.ʁjɔ.ʁi.te/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
supériorité | supériorités |
supériorité (fr) θηλυκό
- η υπεροχή, η ανωτερότητα