Ετυμολογία

επεξεργασία
supériorité < λατινική superioritas

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
supériorité supériorités

supériorité (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία