κατωτερότητα
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατωτερότητα < κατώτερος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική infériorité[1] [2])
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κατωτερότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος κατώτερος
- αναξιοπρέπεια
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κατωτερότητα
- ↑ Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
- ↑ «κατωτερότητα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.