αναξιοπρέπεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναξιοπρέπεια < μεσαιωνική ελληνική ἀναξιοπρέπεια[1] < ελληνιστική κοινή ἀξιοπρέπεια[2] < αρχαία ελληνική ἀξιοπρεπής[3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.ksi.oˈpre.pi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐ξι‐ο‐πρέ‐πει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναξιοπρέπεια θηλυκό
- η ιδιότητα του αναξιοπρεπούς, η έλλειψη αξιοπρέπειας
- ※ Η διακοπή του αναπηρικού επιδόματος ή της αναπηρικής σύνταξης πολύ συχνά ισοδυναμεί με καταδίκη και αναξιοπρέπεια. (www.efsyn.gr, 15.10.2014)
- ενέργεια ή συμπεριφορά που δείχνει έλλειψη αξιοπρέπειας
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αναξιοπρέπεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αναξιοπρέπεια - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ ἀναξιοπρέπεια - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ ἀξιοπρέπεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ ἀξιοπρεπής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.