↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναξιοπρεπής η αναξιοπρεπής το αναξιοπρεπές
      γενική του αναξιοπρεπούς* της αναξιοπρεπούς του αναξιοπρεπούς
    αιτιατική τον αναξιοπρεπή την αναξιοπρεπή το αναξιοπρεπές
     κλητική αναξιοπρεπή(ς) αναξιοπρεπής αναξιοπρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναξιοπρεπείς οι αναξιοπρεπείς τα αναξιοπρεπή
      γενική των αναξιοπρεπών των αναξιοπρεπών των αναξιοπρεπών
    αιτιατική τους αναξιοπρεπείς τις αναξιοπρεπείς τα αναξιοπρεπή
     κλητική αναξιοπρεπείς αναξιοπρεπείς αναξιοπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναξιοπρεπής < α στερητικό και αξιοπρεπής

  Επίθετο

επεξεργασία

αναξιοπρεπής

  • που δεν τον διακρίνει η αξιοπρέπεια, δεν φέρεται με τρόπο που δείχνει να σεβεται τον εαυτό του και τους άλλους, που είναι αξιοκαταφρόνητος, που η συμπεριφορά του προκαλεί την περιφρόνηση και όχι τον σεβασμό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία