complexe
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
complexe | complexes |
complexe (fr) αρσενικό
- χημεία, ψυχολογία το σύμπλεγμα
- το συγκρότημα