Δείτε επίσης: πολυσυνθετικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυσύνθετος η πολυσύνθετη το πολυσύνθετο
      γενική του πολυσύνθετου της πολυσύνθετης του πολυσύνθετου
    αιτιατική τον πολυσύνθετο την πολυσύνθετη το πολυσύνθετο
     κλητική πολυσύνθετε πολυσύνθετη πολυσύνθετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυσύνθετοι οι πολυσύνθετες τα πολυσύνθετα
      γενική των πολυσύνθετων των πολυσύνθετων των πολυσύνθετων
    αιτιατική τους πολυσύνθετους τις πολυσύνθετες τα πολυσύνθετα
     κλητική πολυσύνθετοι πολυσύνθετες πολυσύνθετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυσύνθετος < ελληνιστική κοινή πολυσύνθετος[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική πολύς + σύνθετος < συντίθημι < σύν + τίθημι

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυσύνθετος

  1. που συντίθεται από πολλά στοιχεία ή μέρη
  2. που έχει πολλές ικανότητες, ταλέντα, χαρίσματα κ.λπ.
  3. (γραμματική) που αποτελείται από περισσότερα των δύο συνθετικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πολυσύνθετοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πολυσύνθετος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. πολυσύνθετος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.