Επίθετο

επεξεργασία

versatile (en)

  1. πολύπλευρος, πολυτάλαντος
  2. που έχει πολλές χρήσεις ή λειτουργίες
  3. ευμετάβλητος, ασταθής, αλλοπρόσαλλος
  4. πολύμορφος
  5. ευέλικτος
  6. (αργκό) ενεργοπαθητικός ομοφυλόφιλος, ευέλικτων ρόλων, ευέλικτος (μπινές [όμως η λέξη μπινές είναι χυδαία και όχι απλά αργκό όπως η λέξη versatile)



      ενικός         πληθυντικός  
versatile versatiles

  Επίθετο

επεξεργασία

versatile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ευμετάβλητος, ασταθής

Συγγενικά

επεξεργασία