αλλοπρόσαλλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλλοπρόσαλλος < αρχαία ελληνική ἀλλοπρόσαλλος < ἄλλο τε προς ἄλλον
Επίθετο
επεξεργασίααλλοπρόσαλλος, -η, -ο
- ασταθής στις ιδέες του και τη συμπεριφορά του, σε σημείο που οι άλλοι να μην ξέρουν πώς να αντιδράσουν και πώς να φερθούν μαζί του