fluctuant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fluctuant | fluctuants |
θηλυκό | fluctuante | fluctuantes |
Επίθετο
επεξεργασίαfluctuant (fr)
- που διακυμαίνεται, που αυξομειώνεται, αλλοπρόσαλλος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη fluctuer