διακυμαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακυμαίνομαι < (ελληνιστική κοινή) διακυμαίνω < δια- + αρχαία ελληνική κῦμα < κύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewh₁- (διογκώνομαι, φουσκώνω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fluctuer)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.ciˈme.no.me/ & /ðʝa.ciˈme.no.me/
Ρήμα
επεξεργασίαδιακυμαίνομαι, π.αόρ.: διακυμάνθηκα (αποθετικό ρήμα)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- διακύμανση
- → δείτε τις λέξεις κύμα και κύω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακυμαίνομαι | διακυμαινόμουν(α) | θα διακυμαίνομαι | να διακυμαίνομαι | ||
β' ενικ. | διακυμαίνεσαι | διακυμαινόσουν(α) | θα διακυμαίνεσαι | να διακυμαίνεσαι | ||
γ' ενικ. | διακυμαίνεται | διακυμαινόταν(ε) | θα διακυμαίνεται | να διακυμαίνεται | ||
α' πληθ. | διακυμαινόμαστε | διακυμαινόμαστε διακυμαινόμασταν |
θα διακυμαινόμαστε | να διακυμαινόμαστε | ||
β' πληθ. | διακυμαίνεστε | διακυμαινόσαστε διακυμαινόσασταν |
θα διακυμαίνεστε | να διακυμαίνεστε | (διακυμαίνεστε) | |
γ' πληθ. | διακυμαίνονται | διακυμαίνονταν διακυμαινόντουσαν |
θα διακυμαίνονται | να διακυμαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακυμάνθηκα | θα διακυμανθώ | να διακυμανθώ | διακυμανθεί | ||
β' ενικ. | διακυμάνθηκες | θα διακυμανθείς | να διακυμανθείς | διακυμάνσου | ||
γ' ενικ. | διακυμάνθηκε | θα διακυμανθεί | να διακυμανθεί | |||
α' πληθ. | διακυμανθήκαμε | θα διακυμανθούμε | να διακυμανθούμε | |||
β' πληθ. | διακυμανθήκατε | θα διακυμανθείτε | να διακυμανθείτε | διακυμανθείτε | ||
γ' πληθ. | διακυμάνθηκαν διακυμανθήκαν(ε) |
θα διακυμανθούν(ε) | να διακυμανθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διακυμανθεί | είχα διακυμανθεί | θα έχω διακυμανθεί | να έχω διακυμανθεί | ||
β' ενικ. | έχεις διακυμανθεί | είχες διακυμανθεί | θα έχεις διακυμανθεί | να έχεις διακυμανθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διακυμανθεί | είχε διακυμανθεί | θα έχει διακυμανθεί | να έχει διακυμανθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διακυμανθεί | είχαμε διακυμανθεί | θα έχουμε διακυμανθεί | να έχουμε διακυμανθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διακυμανθεί | είχατε διακυμανθεί | θα έχετε διακυμανθεί | να έχετε διακυμανθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διακυμανθεί | είχαν διακυμανθεί | θα έχουν διακυμανθεί | να έχουν διακυμανθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)