διογκώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διογκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος διογκώνω
Ρήμα
επεξεργασίαδιογκώνομαι
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διογκώνομαι | διογκωνόμουν(α) | θα διογκώνομαι | να διογκώνομαι | ||
β' ενικ. | διογκώνεσαι | διογκωνόσουν(α) | θα διογκώνεσαι | να διογκώνεσαι | (διογκώνου) | |
γ' ενικ. | διογκώνεται | διογκωνόταν(ε) | θα διογκώνεται | να διογκώνεται | ||
α' πληθ. | διογκωνόμαστε | διογκωνόμαστε διογκωνόμασταν |
θα διογκωνόμαστε | να διογκωνόμαστε | ||
β' πληθ. | διογκώνεστε | διογκωνόσαστε διογκωνόσασταν |
θα διογκώνεστε | να διογκώνεστε | (διογκώνεστε) | |
γ' πληθ. | διογκώνονται | διογκώνονταν διογκωνόντουσαν |
θα διογκώνονται | να διογκώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διογκώθηκα | θα διογκωθώ | να διογκωθώ | διογκωθεί | ||
β' ενικ. | διογκώθηκες | θα διογκωθείς | να διογκωθείς | διογκώσου | ||
γ' ενικ. | διογκώθηκε | θα διογκωθεί | να διογκωθεί | |||
α' πληθ. | διογκωθήκαμε | θα διογκωθούμε | να διογκωθούμε | |||
β' πληθ. | διογκωθήκατε | θα διογκωθείτε | να διογκωθείτε | διογκωθείτε | ||
γ' πληθ. | διογκώθηκαν διογκωθήκαν(ε) |
θα διογκωθούν(ε) | να διογκωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διογκωθεί | είχα διογκωθεί | θα έχω διογκωθεί | να έχω διογκωθεί | διογκωμένος | |
β' ενικ. | έχεις διογκωθεί | είχες διογκωθεί | θα έχεις διογκωθεί | να έχεις διογκωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διογκωθεί | είχε διογκωθεί | θα έχει διογκωθεί | να έχει διογκωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διογκωθεί | είχαμε διογκωθεί | θα έχουμε διογκωθεί | να έχουμε διογκωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διογκωθεί | είχατε διογκωθεί | θα έχετε διογκωθεί | να έχετε διογκωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διογκωθεί | είχαν διογκωθεί | θα έχουν διογκωθεί | να έχουν διογκωθεί |