Ετυμολογία

επεξεργασία
διογκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος διογκώνω

διογκώνομαι

  1. αυξάνομαι σε όγκο
     συνώνυμα: εξογκώνομαι, φουσκώνω
  2. αυξάνομαι σε ένταση
  3. αυξάνομαι σε επιφάνεια, σε έκταση
     συνώνυμα: επεκτείνομαι

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία