Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επεκτείνομαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

επεκτείνομαι

  1. αυξάνω την έκτασή μου
  2. αυξάνω την έκταση επιρροής μου

  Μεταφράσεις επεξεργασία