Ετυμολογία

επεξεργασία
διογκώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διογκ(ῶ), συνηρημένος τύπος του διογκόω + -ώνω

διογκώνω, αόρ.: διόγκωσα, παθ.φωνή: διογκώνομαι/διογκούμαι, π.αόρ.: διογκώθηκα, μτχ.π.π.: διογκωμένος

  1. αυξάνω τον όγκο σε κάτι
     συνώνυμα: εξογκώνω, φουσκώνω
  2. προκαλώ αύξηση σε κάτι πέρα από το λογικό μέτρο
  3. (μεταφορικά) αποδίδω σε κάτι μεγαλύτερη σπουδαιότητα από ό,τι έχει πραγματικά
      τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης κατηγορήθηκαν ότι διόγκωσαν τα πρόσφατα γεγονότα
     συνώνυμα: μεγαλοποιώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Παθητική φωνή (λόγιο): διογκούμαι, -ούσαι, -ούται, μετοχή παθητικού ενεστώτα διογκούμενος

Μεταφράσεις

επεξεργασία