διογκώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διογκώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διογκ(ῶ), συνηρημένος τύπος του διογκόω + -ώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.oŋˈɡo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ο‐γκώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαδιογκώνω, αόρ.: διόγκωσα, παθ.φωνή: διογκώνομαι/διογκούμαι, π.αόρ.: διογκώθηκα, μτχ.π.π.: διογκωμένος
- αυξάνω τον όγκο σε κάτι
- προκαλώ αύξηση σε κάτι πέρα από το λογικό μέτρο
- (μεταφορικά) αποδίδω σε κάτι μεγαλύτερη σπουδαιότητα από ό,τι έχει πραγματικά
- ↪ τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης κατηγορήθηκαν ότι διόγκωσαν τα πρόσφατα γεγονότα
- ≈ συνώνυμα: μεγαλοποιώ
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τις λέξεις και, διά και όγκος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διογκώνω | διόγκωνα | θα διογκώνω | να διογκώνω | διογκώνοντας | |
β' ενικ. | διογκώνεις | διόγκωνες | θα διογκώνεις | να διογκώνεις | διόγκωνε | |
γ' ενικ. | διογκώνει | διόγκωνε | θα διογκώνει | να διογκώνει | ||
α' πληθ. | διογκώνουμε | διογκώναμε | θα διογκώνουμε | να διογκώνουμε | ||
β' πληθ. | διογκώνετε | διογκώνατε | θα διογκώνετε | να διογκώνετε | διογκώνετε | |
γ' πληθ. | διογκώνουν(ε) | διόγκωναν διογκώναν(ε) |
θα διογκώνουν(ε) | να διογκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διόγκωσα | θα διογκώσω | να διογκώσω | διογκώσει | ||
β' ενικ. | διόγκωσες | θα διογκώσεις | να διογκώσεις | διόγκωσε | ||
γ' ενικ. | διόγκωσε | θα διογκώσει | να διογκώσει | |||
α' πληθ. | διογκώσαμε | θα διογκώσουμε | να διογκώσουμε | |||
β' πληθ. | διογκώσατε | θα διογκώσετε | να διογκώσετε | διογκώστε | ||
γ' πληθ. | διόγκωσαν διογκώσαν(ε) |
θα διογκώσουν(ε) | να διογκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διογκώσει | είχα διογκώσει | θα έχω διογκώσει | να έχω διογκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις διογκώσει | είχες διογκώσει | θα έχεις διογκώσει | να έχεις διογκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει διογκώσει | είχε διογκώσει | θα έχει διογκώσει | να έχει διογκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διογκώσει | είχαμε διογκώσει | θα έχουμε διογκώσει | να έχουμε διογκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε διογκώσει | είχατε διογκώσει | θα έχετε διογκώσει | να έχετε διογκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διογκώσει | είχαν διογκώσει | θα έχουν διογκώσει | να έχουν διογκώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διογκώνομαι | διογκωνόμουν(α) | θα διογκώνομαι | να διογκώνομαι | ||
β' ενικ. | διογκώνεσαι | διογκωνόσουν(α) | θα διογκώνεσαι | να διογκώνεσαι | ||
γ' ενικ. | διογκώνεται | διογκωνόταν(ε) | θα διογκώνεται | να διογκώνεται | ||
α' πληθ. | διογκωνόμαστε | διογκωνόμαστε διογκωνόμασταν |
θα διογκωνόμαστε | να διογκωνόμαστε | ||
β' πληθ. | διογκώνεστε | διογκωνόσαστε διογκωνόσασταν |
θα διογκώνεστε | να διογκώνεστε | (διογκώνεστε) | |
γ' πληθ. | διογκώνονται | διογκώνονταν διογκωνόντουσαν |
θα διογκώνονται | να διογκώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διογκώθηκα | θα διογκωθώ | να διογκωθώ | διογκωθεί | ||
β' ενικ. | διογκώθηκες | θα διογκωθείς | να διογκωθείς | διογκώσου | ||
γ' ενικ. | διογκώθηκε | θα διογκωθεί | να διογκωθεί | |||
α' πληθ. | διογκωθήκαμε | θα διογκωθούμε | να διογκωθούμε | |||
β' πληθ. | διογκωθήκατε | θα διογκωθείτε | να διογκωθείτε | διογκωθείτε | ||
γ' πληθ. | διογκώθηκαν διογκωθήκαν(ε) |
θα διογκωθούν(ε) | να διογκωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διογκωθεί | είχα διογκωθεί | θα έχω διογκωθεί | να έχω διογκωθεί | διογκωμένος | |
β' ενικ. | έχεις διογκωθεί | είχες διογκωθεί | θα έχεις διογκωθεί | να έχεις διογκωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διογκωθεί | είχε διογκωθεί | θα έχει διογκωθεί | να έχει διογκωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διογκωθεί | είχαμε διογκωθεί | θα έχουμε διογκωθεί | να έχουμε διογκωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διογκωθεί | είχατε διογκωθεί | θα έχετε διογκωθεί | να έχετε διογκωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διογκωθεί | είχαν διογκωθεί | θα έχουν διογκωθεί | να έχουν διογκωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διογκωμένος - είμαστε, είστε, είναι διογκωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διογκωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διογκωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διογκωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διογκωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διογκωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διογκωμένοι |
Παθητική φωνή (λόγιο): διογκούμαι, -ούσαι, -ούται, μετοχή παθητικού ενεστώτα διογκούμενος