Ετυμολογία

επεξεργασία
εξογκώνω < αρχαία ελληνική ἐξογκ(ῶ), συνηρημένος τύπος του ἐξογκόω + -ώνω → δείτε και τη λέξη όγκος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksoŋˈɡo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξο‐γκώ‐νω
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐ογ‐κώ‐νω

εξογκώνω, αόρ.: εξόγκωσα, παθ.φωνή: εξογκώνομαι, π.αόρ.: εξογκώθηκα, μτχ.π.π.: εξογκωμένος

  1. άλλη μορφή του διογκώνω, αυξάνω τον όγκο
  2. προκαλώ την εμφάνιση εξογκώματος
  3. (μεταφορικά) δίνω σε κάτι μεγαλύτερη σημασία ή αξία απ’ όση πραγματικά έχει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία