εξόγκωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξόγκωμα < αρχαία ελληνική ἐξόγκωμα < ἐξόγκοω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξόγκωμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξόγκωμα
Δείτε επίσης : ἐξόγκωμα |
εξόγκωμα ουδέτερο