Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξόγκωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐξόγκωμα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
εξόγκωμα
τα
εξογκώμα
τ
α
γενική
του
εξογκώμα
τ
ος
των
εξογκωμά
τ
ων
αιτιατική
το
εξόγκωμα
τα
εξογκώμα
τ
α
κλητική
εξόγκωμα
εξογκώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
εξόγκωμα
<
αρχαία ελληνική
ἐξόγκωμα
<
ἐξόγκοω
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
εξόγκωμα
ουδέτερο
προεξοχή
που φαίνεται να
εξέχει
από έναν
όγκο
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εξογκώνω
και
όγκος
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
εξόγκωμα
αγγλικά
:
protuberance
(en)
,
swelling
(en)
γαλλικά
:
proéminence
(fr)
,
protubérance
(fr)
,
excroissance
(fr)