εξέχω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξέχω < αρχαία ελληνική ἐξέχω
Ρήμα επεξεργασία
εξέχω, παρατ.: εξείχα, χωρίς συνοπτικούς χρόνους
- προβάλλω προς τα έξω ξεπερνώντας το γενικό περίγραμμα του σώματος στο οποίο ανήκω
Συνώνυμα επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | εξέχω | εξείχα | θα εξέχω | να εξέχω | εξέχοντας | |
β' ενικ. | εξέχεις | εξείχες | θα εξέχεις | να εξέχεις | ||
γ' ενικ. | εξέχει | εξείχε | θα εξέχει | να εξέχει | ||
α' πληθ. | εξέχουμε | εξείχαμε | θα εξέχουμε | να εξέχουμε | ||
β' πληθ. | εξέχετε | εξείχατε | θα εξέχετε | να εξέχετε | εξέχετε | |
γ' πληθ. | εξέχουν(ε) | εξείχαν εξείχαν(ε) |
θα εξέχουν(ε) | να εξέχουν(ε) |