Ετυμολογία

επεξεργασία
έξοχος < αρχαία ελληνική ἔξοχος

  Επίθετο

επεξεργασία

έξοχος, -η, -ο

  1. πάρα πολύ καλός
    Ο καιρός ήταν έξοχος.
    Εκτός από ποιητής ήταν και ένας έξοχος θεατρικός συγγραφέας.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία