θαυμάσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θαυμάσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θαυμάσιος
Επίθετο
επεξεργασίαθαυμάσιος, -α, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θαυμάσιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θαυμάσιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαθαυμάσιος [ᾰ] (θηλυκό: θαυμασία, ουδέτερο: θαυμάσιον)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- θαυμάζω
- θαυμασιότης
- θαυμασιουργέω, -ῶ και τα παράγωγά του
- θαυμασμός
- → και δείτε τη λέξη θαῦμα
Πηγές
επεξεργασία- θαυμάσιος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- θαυμάσιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θαυμάσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.