απίθανος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απίθανος | η | απίθανη | το | απίθανο |
γενική | του | απίθανου | της | απίθανης | του | απίθανου |
αιτιατική | τον | απίθανο | την | απίθανη | το | απίθανο |
κλητική | απίθανε | απίθανη | απίθανο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απίθανοι | οι | απίθανες | τα | απίθανα |
γενική | των | απίθανων | των | απίθανων | των | απίθανων |
αιτιατική | τους | απίθανους | τις | απίθανες | τα | απίθανα |
κλητική | απίθανοι | απίθανες | απίθανα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απίθανος < αρχαία ελληνική ἀπίθανος < στερητικό ἀ- + πιθανός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpi.θa.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /aˈpi.θa.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /aˈpi.θa.no/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίααπίθανος -η -ο
- που έχει μικρή πιθανότητα να συμβεί· μη πιθανός, μη ενδεχόμενος
- εξαιρετικός, πολύ καλός
- μμμ, το φαγητό ήταν απίθανο!
Μεταφράσεις
επεξεργασία μη πιθανός