Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.kʁwa.jabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
incroyable incroyables

incroyable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. απίστευτος
  2. πρωτάκουστος
  3. απίθανος