Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτάκουστος η πρωτάκουστη το πρωτάκουστο
      γενική του πρωτάκουστου της πρωτάκουστης του πρωτάκουστου
    αιτιατική τον πρωτάκουστο την πρωτάκουστη το πρωτάκουστο
     κλητική πρωτάκουστε πρωτάκουστη πρωτάκουστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτάκουστοι οι πρωτάκουστες τα πρωτάκουστα
      γενική των πρωτάκουστων των πρωτάκουστων των πρωτάκουστων
    αιτιατική τους πρωτάκουστους τις πρωτάκουστες τα πρωτάκουστα
     κλητική πρωτάκουστοι πρωτάκουστες πρωτάκουστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτάκουστος < πρωτ- + (ακούω) ακουσ- + -τος[1] (δείτε και ακουστός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾoˈta.ku.stos/

  Επίθετο επεξεργασία

πρωτάκουστος

  1. (κυριολεκτικά), (σπάνια) που δεν έχει ακουστεί ξανά
  2. (κατ’ επέκταση) συνηθισμένος ευγενικός χαρακτηρισμός για κάτι που δεν θεωρούμε σωστό
    αυτό που έκανε χθες στο πάρτι ήταν πρωτάκουστο
    μίλαγες με μια πρωτάκουστη αυθάδεια κι όμως κανείς δεν σε σταματούσε

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία