πρωτάκουστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈta.ku.stos/
Επίθετο επεξεργασία
πρωτάκουστος
- (κυριολεκτικά), (σπάνια) που δεν έχει ακουστεί ξανά
- (κατ’ επέκταση) συνηθισμένος ευγενικός χαρακτηρισμός για κάτι που δεν θεωρούμε σωστό
- αυτό που έκανε χθες στο πάρτι ήταν πρωτάκουστο
- μίλαγες με μια πρωτάκουστη αυθάδεια κι όμως κανείς δεν σε σταματούσε
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ακούω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτάκουστος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πρωτάκουστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας