unprecedented
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαunprecedented (en) (χωρίς παραθετικά)
- πρωτόγνωρος, πρωτοφανής, πρωτάκουστος, άνευ προηγουμένου, χωρίς προηγούμενο, που δεν έγινε ποτέ
- ⮡ Man, when he traveled to space, experienced unprecedented emotions.
- Ο άνθρωπος, όταν ταξίδεψε στο διάστημα, δοκίμασε πρωτόγνωρα συναισθήματα.
- ⮡ This is unprecedented!
- Αυτό είναι πρωτοφανές!
- ⮡ What happened is unprecedented.
- Είναι πρωτάκουστο αυτό που συνέβη.
- ≈ συνώνυμα: unheard-of
- ⮡ Man, when he traveled to space, experienced unprecedented emotions.