άνευ προηγουμένου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άνευ προηγουμένου < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sans précédent < sans précédent
Έκφραση
επεξεργασίαάνευ προηγουμένου
Δείτε επίσης
επεξεργασία→ δείτε τις λέξεις άνευ και προηγούμενος