↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτόγνωρος η πρωτόγνωρη το πρωτόγνωρο
      γενική του πρωτόγνωρου της πρωτόγνωρης του πρωτόγνωρου
    αιτιατική τον πρωτόγνωρο την πρωτόγνωρη το πρωτόγνωρο
     κλητική πρωτόγνωρε πρωτόγνωρη πρωτόγνωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτόγνωροι οι πρωτόγνωρες τα πρωτόγνωρα
      γενική των πρωτόγνωρων των πρωτόγνωρων των πρωτόγνωρων
    αιτιατική τους πρωτόγνωρους τις πρωτόγνωρες τα πρωτόγνωρα
     κλητική πρωτόγνωροι πρωτόγνωρες πρωτόγνωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτόγνωρος < πρωτό- + -γνωρος → δείτε και τη λέξη πρωτογνωρίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾoˈto.ɣno.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐τό‐γνω‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

πρωτόγνωρος, -η, -ο

  1. που γνωρίζει κάποιος για πρώτη φορά
    ⮡  Αυτή η φυλή της Αμαζονίας έχει έναν πρωτόγνωρο τρόπο ζωής.
  2. που αισθάνεται κάποιος για πρώτη φορά
    ⮡  ΤΤα έχασα τελείως, ένα αίσθημα πρωτόγνωρο για μένα.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία