précédent
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | précédent | précédents |
θηλυκό | précédente | précédentes |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pʁe.se.dɑ̃/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
précédent (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
précédent αρσενικό
- το προηγούμενο
Πηγές επεξεργασία
- précédent - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- précédent - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online