πρωτογνωρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπρωτογνωρίζω
- γνωρίζω για πρώτη φορά
- όταν τον πρωτογνώρισα, πήγαινε ακόμα στο γυμνάσιο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πρωτογνωρίζω | πρωτογνώριζα | θα πρωτογνωρίζω | να πρωτογνωρίζω | πρωτογνωρίζοντας | |
β' ενικ. | πρωτογνωρίζεις | πρωτογνώριζες | θα πρωτογνωρίζεις | να πρωτογνωρίζεις | πρωτογνώριζε | |
γ' ενικ. | πρωτογνωρίζει | πρωτογνώριζε | θα πρωτογνωρίζει | να πρωτογνωρίζει | ||
α' πληθ. | πρωτογνωρίζουμε | πρωτογνωρίζαμε | θα πρωτογνωρίζουμε | να πρωτογνωρίζουμε | ||
β' πληθ. | πρωτογνωρίζετε | πρωτογνωρίζατε | θα πρωτογνωρίζετε | να πρωτογνωρίζετε | πρωτογνωρίζετε | |
γ' πληθ. | πρωτογνωρίζουν(ε) | πρωτογνώριζαν πρωτογνωρίζαν(ε) |
θα πρωτογνωρίζουν(ε) | να πρωτογνωρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρωτογνώρισα | θα πρωτογνωρίσω | να πρωτογνωρίσω | πρωτογνωρίσει | ||
β' ενικ. | πρωτογνώρισες | θα πρωτογνωρίσεις | να πρωτογνωρίσεις | πρωτογνώρισε | ||
γ' ενικ. | πρωτογνώρισε | θα πρωτογνωρίσει | να πρωτογνωρίσει | |||
α' πληθ. | πρωτογνωρίσαμε | θα πρωτογνωρίσουμε | να πρωτογνωρίσουμε | |||
β' πληθ. | πρωτογνωρίσατε | θα πρωτογνωρίσετε | να πρωτογνωρίσετε | πρωτογνωρίστε | ||
γ' πληθ. | πρωτογνώρισαν πρωτογνωρίσαν(ε) |
θα πρωτογνωρίσουν(ε) | να πρωτογνωρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πρωτογνωρίσει | είχα πρωτογνωρίσει | θα έχω πρωτογνωρίσει | να έχω πρωτογνωρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πρωτογνωρίσει | είχες πρωτογνωρίσει | θα έχεις πρωτογνωρίσει | να έχεις πρωτογνωρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πρωτογνωρίσει | είχε πρωτογνωρίσει | θα έχει πρωτογνωρίσει | να έχει πρωτογνωρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πρωτογνωρίσει | είχαμε πρωτογνωρίσει | θα έχουμε πρωτογνωρίσει | να έχουμε πρωτογνωρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πρωτογνωρίσει | είχατε πρωτογνωρίσει | θα έχετε πρωτογνωρίσει | να έχετε πρωτογνωρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πρωτογνωρίσει | είχαν πρωτογνωρίσει | θα έχουν πρωτογνωρίσει | να έχουν πρωτογνωρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτογνωρίζω
|