πρωτογνώριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρωτογνώριστος < πρωτογνωρίζω
Επίθετο
επεξεργασίαπρωτογνώριστος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πρωτογνωρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτογνώριστος
|
πρωτογνώριστος, -η, -ο
|