wonderful
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | wonderful |
συγκριτικός | more wonderful |
υπερθετικός | most wonderful |
Επίθετο
επεξεργασίαwonderful (en)
- υπέροχος, θαυμάσιος, λαμπρός, καταπληκτικός
- ⮡ wonderful scenery - υπέροχα τοπία
- ⮡ We had a wonderful time.
- Περάσαμε υπέροχα.
- ⮡ a wonderful achievement - λαμπρό επίτευγμα
- ⮡ He is a wonderful cook.
- Είναι καταπληκτικός μάγειρας.
Συνώνυμα
επεξεργασία- awesome
- bright
- enchanting
- divine
- extraordinary
- fascinating
- glorious
- grand
- grandiose
- magnificent
- majestic
- splendid
- sublime
- → και δείτε τη λέξη excellent
Πηγές
επεξεργασία- wonderful - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 492, 913. ISBN 9780194325684., λήμμα: λαμπρός, υπέροχος