glorious
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | glorious |
συγκριτικός | more glorious |
υπερθετικός | most glorious |
Επίθετο
επεξεργασίαglorious (en)
- (επίσημο) ένδοξος, κάτι που φέρνει μεγάλη επιτυχία και κάνει κάποιον ή κάτι διάσημο
- ⮡ a glorious victory/glorious death - ένδοξη νίκη/ένδοξος θάνατος
- ⮡ glorious deeds in battle - ένδοξα πολεμικά κατορθώματα
- λαμπρός, υπέροχος
Πηγές
επεξεργασία- glorious - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 291, 492, 913. ISBN 9780194325684., λήμμα: ένδοξος, λαμπρός, υπέροχος