παραθετικά
θετικός glorious
συγκριτικός more glorious
υπερθετικός most glorious

  Επίθετο

επεξεργασία

glorious (en)

  1. (επίσημο) ένδοξος, κάτι που φέρνει μεγάλη επιτυχία και κάνει κάποιον ή κάτι διάσημο
    ⮡  a glorious victory/glorious death - ένδοξη νίκη/ένδοξος θάνατος
    ⮡  glorious deeds in battle - ένδοξα πολεμικά κατορθώματα
  2. λαμπρός, υπέροχος
    ⮡  a glorious achievement - λαμπρό επίτευγμα
    ⮡  We had a glorious time.
    Περάσαμε υπέροχα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη wonderful