bright
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | bright |
συγκριτικός | brighter |
υπερθετικός | brightest |
Επίθετο
επεξεργασίαbright (en)
- λαμπερός, λαμπρός, φωτεινός, λάμπω έντονα
- λαμπερός, φωτεινός, ζωηρός, για χρώματα, δυνατό και εύκολο να το δω
- ⮡ bright colors - λαμπερά/φωτεινά χρώματα
- ⮡ a bright buoy - φωτεινή σημαδούρα
- ⮡ a dress with bright, light-blue polka dots - φουστάνι με φωτεινές γαλάζιες βούλες
- ⮡ bright green - ζωηρό πράσινο
- λαμπρός, δίνω λόγο να πιστεύουμε ότι καλά πράγματα θα συμβούν, πιθανόν να είμαι επιτυχής
- φωτεινός, έξυπνος
- ⮡ a bright idea - φωτεινή ιδέα
- ⮡ a bright child - έξυπνο παιδί
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intelligent
- λαμπερός, φωτεινός, γεμάτος χαρά
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- bright (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 310, 492, 956. ISBN 9780194325684., λήμμα: έξυπνος, λαμπερός, λαμπρός, φωτεινός