παραθετικά
θετικός brightly
συγκριτικός more brightly
υπερθετικός most brightly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
brightly < bright + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

brightly (en)

  1. λαμπερά, φωτεινά, με πολύ φως· με δυνατό φως
    ⮡  The stars shone brightly in the night sky.
    Τα αστέρια έλαμπαν λαμπερά στον νυχτερινό ουρανό.
    ⮡  The moon lit the night brightly.
    Το φεγγάρι φώτιζε φωτεινά τη νύχτα.
     συνώνυμα: brilliantly
  2. λαμπερά, με χρώματα δυνατά και εύκολα ορατά
    ⮡  Her clothes were brightly colored with many colors.
    Τα ρούχα της ήταν λαμπερά και πολύχρωμα.
     συνώνυμα: brilliantly
  3. λαμπερά, με χαρούμενο και ζωηρό τρόπο
    ⮡  Her face shone brightly with joy.
    Το πρόσωπό της έλαμπε λαμπερά από χαρά.