λαμπερά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαμπερά < λαμπερ(ός) + -ά
Επίθετο επεξεργασία
λαμπερά
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαμπερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
λαμπερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λαμπερός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
λαμπερά
- θηλυκό του λαμπερός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λαμπερός