brilliantly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | brilliantly |
συγκριτικός | more brilliantly |
υπερθετικός | most brilliantly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαbrilliantly (en)
- λαμπρά, με τρόπο που είναι πολύ εντυπωσιακό ή δείχνει πολλή επιδεξιότητα
- ↪ The student brilliantly answered the questions on the exam.
- Ο μαθητής απάντησε λαμπρά στις ερωτήσεις της εξέτασης.
- ↪ The student brilliantly answered the questions on the exam.
- λαμπρά, έξοχα, πολύ καλά
- ↪ The team worked together brilliantly to achieve its goal.
- Η ομάδα συνεργάστηκε λαμπρά για να πετύχει τον στόχο της.
- ↪ The actor played his role brilliantly.
- Ο ηθοποιός έπαιξε έξοχα τον ρόλο του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη excellently
- ↪ The team worked together brilliantly to achieve its goal.
- λαμπερά, λαμπρά, με πολύ φως ή χρώμα
- ↪ brilliantly colored flowers - λουλούδια με λαμπερά χρώματα
- ↪ The stars shone brilliantly in the night sky.
- Τα αστέρια έλαμπαν λαμπερά στον νυχτερινό ουρανό.
- ↪ The sun rose brilliantly over the horizon, illuminating the sea.
- Ο ήλιος ανέτειλε λαμπρά πάνω από τον ορίζοντα, φωτίζοντας τη θάλασσα.
- ≈ συνώνυμα: brightly