παραθετικά
θετικός brilliantly
συγκριτικός more brilliantly
υπερθετικός most brilliantly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
brilliantly < brilliant + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

brilliantly (en)

  1. λαμπρά, με τρόπο που είναι πολύ εντυπωσιακό ή δείχνει πολλή επιδεξιότητα
    ⮡  The student brilliantly answered the questions on the exam.
    Ο μαθητής απάντησε λαμπρά στις ερωτήσεις της εξέτασης.
  2. λαμπρά, έξοχα, πολύ καλά
    ⮡  The team worked together brilliantly to achieve its goal.
    Η ομάδα συνεργάστηκε λαμπρά για να πετύχει τον στόχο της.
    ⮡  The actor played his role brilliantly.
    Ο ηθοποιός έπαιξε έξοχα τον ρόλο του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη excellently
  3. λαμπερά, λαμπρά, με πολύ φως ή χρώμα
    ⮡  brilliantly colored flowers - λουλούδια με λαμπερά χρώματα
    ⮡  The stars shone brilliantly in the night sky.
    Τα αστέρια έλαμπαν λαμπερά στον νυχτερινό ουρανό.
    ⮡  The sun rose brilliantly over the horizon, illuminating the sea.
    Ο ήλιος ανέτειλε λαμπρά πάνω από τον ορίζοντα, φωτίζοντας τη θάλασσα.
     συνώνυμα: brightly