Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαμπρά < λαμπρός

  Επίρρημα επεξεργασία

λαμπρά

  • πολύ καλά, πολύ ωραία (συχνά με ειρωνική απόχρωση)
- Πώς τα πήγες στο διαγώνισμα;
- Λαμπρά!

Συνώνυμα επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

λαμπρά