παραθετικά
θετικός excellently
συγκριτικός more excellently
υπερθετικός most excellently

  Ετυμολογία

επεξεργασία
excellently < excellent + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

excellently (en)

  • εξαιρετικά, θαυμάσια, υπέροχα, περίφημα, έξοχα, μια χαρά, πολύ καλά
    ⮡  They collaborated excellently on this.
    Συνεργάστηκαν εξαιρετικά σε αυτό.
    ⮡  The player is serving the ball excellently.
    Ο παίκτης σερβίρει θαυμάσια την μπάλα.
    ⮡  The food in the restaurant was excellently cooked.
    Το φαγητό στο εστιατόριο ήταν υπέροχα μαγειρεμένο.
    ⮡  Everything went excellently in the presentation.
    Όλα πήγαν περίφημα στην παρουσίαση.
    ⮡  The performance was excellently executed and everyone enjoyed it.
    Η παράσταση ήταν έξοχα εκτελεσμένη και όλοι το απόλαυσαν.
    ⮡  We’re getting along excellently together.
    Τα πάμε μια χαρά μαζί.

Συνώνυμα

επεξεργασία