amazingly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | amazingly |
συγκριτικός | more amazingly |
υπερθετικός | most amazingly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαamazingly (en)
- εκπληκτικά, καταπληκτικά, με εκπληκτικό τρόπο, ειδικά με τρόπο που μου αρέσει ή θαυμάζω
- ↪ Amazingly, she managed to solve the problem in a few minutes.
- Εκπληκτικά, κατάφερε να λύσει το πρόβλημα σε λίγα λεπτά.
- ↪ I met some amazingly talented and hard-working people.
- Συνάντησα μερικούς εκπληκτικά ταλαντούχους και σκληρά εργαζόμενους ανθρώπους.
- ↪ He sang amazingly.
- Τραγούδησε εκπληκτικά.
- ↪ The food at the restaurant was amazingly delicious.
- Το φαγητό στο εστιατόριο ήταν καταπληκτικά νόστιμο.
- ↪ The concert was amazingly organized.
- Η συναυλία ήταν καταπληκτικά οργανωμένη.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη excellently
- ↪ Amazingly, she managed to solve the problem in a few minutes.