εκπληκτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκπληκτικά < εκπληκτικός
Επίρρημα
επεξεργασία
εκπληκτικά
- κατά τρόπο που προκαλεί έκπληξη, που ξαφνιάζει
- (μεταφορικά) πάρα πολύ, έντονα
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκπληκτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
εκπληκτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπληκτικό