παραθετικά
θετικός surprisingly
συγκριτικός more surprisingly
υπερθετικός most surprisingly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
surprisingly < surprising + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

surprisingly (en)

  • εκπληκτικά, παράδοξα/παραδόξως, προς έκπληξή μου
    ⮡  The growth rate is surprisingly on the rise after the previous economic crisis.
    Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι εκπληκτικά ανοδικός μετά την προηγούμενη οικονομική κρίση.
    ⮡  No one expected it but, surprisingly, we succeeded.
    Δεν το περίμενε κανένας αλλά παράδοξα τα καταφέραμε.
    ⮡  Surprisingly, I am in a good mood today.
    Παραδόξως, σήμερα έχω καλή διάθεση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη strangely